nombreux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nombreux | nombreux |
θηλυκό | nombreuse | nombreuses |
nombreux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nombreux | nombreux |
θηλυκό | nombreuse | nombreuses |
nombreux (fr)