nomade
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- nomade < λατινική nomas < αρχαία ελληνική νομάς
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
nomade | nomades |
nomade (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
nomade | nomades |
nomade (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (γεωγραφία, ιστορία, λέγεται για πληθυσμούς) νομαδικός
- (ζωολογία) που αλλάζει περιοχή ανάλογα με την εποχή του χρόνου