errant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
errant < errer < δημώδης λατινική iterare, ταξιδεύω
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | errant | errants |
θηλυκό | errante | errantes |
errant (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- περιπλανώμενος, πλανώμενος, νομάς
- chevalier errant - πλανώμενος ιππότης
- αδέσποτος
- un chien errant - ένα αδέσποτο σκυλί