Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός neighbourly
συγκριτικός more neighbourly
υπερθετικός most neighbourly

  Ετυμολογία επεξεργασία

neighbourly < neighbour + -ly

  Επίθετο επεξεργασία

neighbourly (en) (βρετανική γραφή)

  • γειτονικός, φιλικό και εξυπηρετικό
    neighbourly behaviour - γειτονικό φέρσιμο

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία