Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
neighbour neighbours

neighbour (en) (βρετανική γραφή)

Άλλες γραφές επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας neighbour
γ΄ ενικό ενεστώτα neighbours
αόριστος neighboured
παθητική μετοχή neighboured
ενεργητική μετοχή neighbouring

neighbour (en) (βρετανική γραφή)

  • γειτονεύω με
    The school is neighbouring the church.
    Το σχολείο γειτονεύει με την εκκλησία.

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία