nauséabond
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nauséabond | nauséabonds |
θηλυκό | nauséabonde | nauséabondes |
Ετυμολογία επεξεργασία
- nauséabond < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /no.ze.a.bɔ̃/
Επίθετο επεξεργασία
nauséabond (fr)