municipal
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
municipal (en)
- δημοτικός, σχετικός με το δήμο, τη διοικητική υποδιαίρεση
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | municipal | municipaux |
θηλυκό | municipale | municipales |
Επίθετο επεξεργασία
municipal (fr)