Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

multitasker < multitask + -er

  Επίθετο επεξεργασία

multitasker (en)

  1. αυτός που εκτελεί πολλές εργασίες ταυτόχρονα[1]
  2. (πληροφορική) ηλεκτρονικός υπολογιστής που λειτουργεί με πολυδιεργασία (multitasking)

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. πολυδιεργασία. Προσπέλαση 2020-05-03