motoro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | motoro | motoroj |
αιτιατική | motoron | motorojn |
motoro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | motoro | motoroj |
αιτιατική | motoron | motorojn |
motoro (eo)