μοτέρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μοτέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική moteur[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
μοτέρ ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μοτέρ
→ δείτε τη λέξη κινητήρας |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μοτέρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας