Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
mixeur mixeurs

  Ουσιαστικό επεξεργασία

mixeur (fr) αρσενικό

  1. συσκευή για την κουζίνα που διαλύει και ανακατεύει τα τρόφιμα
  2. συσκευή για την ανάμειξη ήχου και εικόνας

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη mixer