mikrofilmo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- mikrofilmo < mikrofilm- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mikrofilmo | mikrofilmoj |
αιτιατική | mikrofilmon | mikrofilmojn |
mikrofilmo (eo)
- το μικροφίλμ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mikrofilmo | mikrofilmoj |
αιτιατική | mikrofilmon | mikrofilmojn |
mikrofilmo (eo)