Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

mieux-être < mieux + être

  Ουσιαστικό επεξεργασία

mieux-être (fr) αρσενικό άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία