mielleux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mielleux | mielleux |
θηλυκό | mielleuse | mielleuses |
Επίθετο επεξεργασία
mielleux (fr)
- σχετικός με το μέλι
- (μεταφορικά) (ειρωνικό) γλυκομίλητος με τάση προς δουλοπρέπεια, μελιστάλαχτος