menteur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- menteur < παλαιά γαλλική menteor < λατινική mendax
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | menteur | menteurs |
θηλυκό | menteuse | menteuses |
menteur (fr) αρσενικό
- ο ψεύτης