Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

mariée < marier

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.ʁje/
 

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
mariée mariées

mariée (fr)

  1. θηλυκό του marié, παντρεμένη
    une femme mariée - μία παντρεμένη γυναίκα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
mariée mariées

mariée (fr) θηλυκό

  1. θηλυκό του marié, η παντρεμένη
    il a félicité la mariée - συγχάρηκε την παντρεμένη

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία