marbrier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- marbrier < marbre
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
marbrier | marbriers |
marbrier (fr) αρσενικό
- ο μαρμαράς
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | marbrier | marbriers |
θηλυκό | marbrière | marbrières |
marbrier (fr)
- σχετικός με το μάρμαρο