malveillant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | malveillant | malveillants |
θηλυκό | malveillante | malveillantes |
Ετυμολογία επεξεργασία
- malveillant < προέλευσης από τη λατινική malevolens. Μορφολογικά αναλύεται σε mal- + veuillant
Επίθετο επεξεργασία
malveillant (fr)