Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

makeshift < make + shift

  Προφορά επεξεργασία

  (ΗΠΑ)

  Επίθετο επεξεργασία

makeshift (en)

  • πρόχειρος, χρησιμοποιείται προσωρινά για συγκεκριμένο σκοπό επειδή το πραγματικό δεν είναι διαθέσιμο
    The earthquake victims were housed in makeshift accommodations.
    Οι σεισμόπληκτοι στεγάστηκαν σε πρόχειρα καταλύματα.

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία