Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

magicienne < θηλυκό του magicien

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.ʒi.sjɛn/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
magicienne magiciennes

magicienne (fr) θηλυκό

  1. η μάγισσα
  2. που μπορεί να κάνει εκπληκτικά πράγματα σε κάποιον τομέα

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  magicien