Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

magic (en)

  1. η μαγεία
     συνώνυμα: thaumaturgy, conjuring, sorcery, witchcraft
  2. μια μαγική τελετή
  3. ένα μαγικό τρικ που δίνει την ψευδαίσθηση της μαγείας
     συνώνυμα: sleight of hand, illusionism, legerdemain
  4. (μεταφορικά) μαγεία, κάτι ακατανόητο ή εντυπωσιακό, μαγευτικό

  Επίθετο επεξεργασία

magic (en)

  1. μαγικός
  2. ταχυδακτυλουργικός
  3. μαγευτικός

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία