Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

lithophage < litho- + -phage

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /litɔfaʒ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
lithophage lithophages

lithophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό