Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας level off
γ΄ ενικό ενεστώτα levels off
αόριστος leveled off
παθητική μετοχή leveled off
ενεργητική μετοχή leveling off

  Ετυμολογία επεξεργασία

level off < → δείτε τις λέξεις level και off

  Ρήμα επεξεργασία

level off (en)

  • οριζοντιώνω, σταματώ να ανεβαίνω ή να πέφτω και παραμένω οριζόντια
    The pilot leveled off the aircraft at 10,000 feet.
    Ο πιλότος οριζοντίωσε το σκάφος του στα 10.000 πόδια.

  Πηγές επεξεργασία