Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας let off
γ΄ ενικό ενεστώτα lets off
αόριστος let off
παθητική μετοχή let off
ενεργητική μετοχή letting off

  Ετυμολογία επεξεργασία

let off < → δείτε τις λέξεις let και off

  Ρήμα επεξεργασία

let off (en)

  • ρίχνω, πυροβολώ ένα όπλο ή κάνω μια βόμβα κτλ. να εκραγεί
    I let off fireworks/a gun.
    Ρίχνω πυροτεχνήματα/ένα όπλο.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία