lessor
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
lessor | lessors |
Ουσιαστικό επεξεργασία
lessor (en)
- (νομικός όρος) ο εκμισθωτής, ο νοικοκύρης, ο σπιτονοικοκύρης, ο ιδιοκτήτης ενός ακινήτου που το ενοικιάζει σε άλλον
ενικός | πληθυντικός |
lessor | lessors |
lessor (en)