σπιτονοικοκύρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπιτονοικοκύρης < σπίτ(ι) + -ο- + νοικοκύρης[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπιτονοικοκύρης αρσενικό (θηλυκό σπιτονοικοκυρά)
- ο νοικοκύρης του σπιτιού
- ο οικοδεσπότης
- αυτός που παραχωρεί ένα σπίτι προς ενοικίαση (το νοικιάζει) σε σχέση με τον ενοικιαστή του
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις σπίτι, νοικοκύρης, οίκος και κύριος
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπιτονοικοκύρης
|
οικοδεσπότης
→ δείτε τη λέξη οικοδεσπότης |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σπιτονοικοκύρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας