lessivable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
lessivable | lessivables |
Επίθετο επεξεργασία
lessivable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (για πλαστικά, ταπετσαρίες, υφάσματα, κ.α.) που μπορεί να καθαριστεί με νερό, όχι όμως και με απορρυπαντικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη lessive