Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απορρυπαντικό τα απορρυπαντικά
      γενική του απορρυπαντικού των απορρυπαντικών
    αιτιατική το απορρυπαντικό τα απορρυπαντικά
     κλητική απορρυπαντικό απορρυπαντικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απορρυπαντικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου απορρυπαντικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απορρυπαντικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

απορρυπαντικό