Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
larcin larcins

  Ουσιαστικό επεξεργασία

larcin (fr) αρσενικό

  1. (λόγιο) μικροκλοπή χωρίς βία
  2. (παρωχημένο) το κλοπιμαίο