Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κλοπιμαίο

  1. κλοπιμαίος, στην αιτιατική του ενικού

κλοπιμαίο, ουδέτερο του κλοπιμαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού