législatif
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- législatif < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /le.ʒis.la.tif/
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | législatif | législatifs |
θηλυκό | législative | législatives |
législatif (fr)