Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
lâchage lâchages

  Ουσιαστικό επεξεργασία

lâchage (fr) αρσενικό

  1. εγκατάλειψη
  2. ρίψη
  3. παύση λειτουργίας