παύση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παύση | οι | παύσεις |
γενική | της | παύσης* | των | παύσεων |
αιτιατική | την | παύση | τις | παύσεις |
κλητική | παύση | παύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παύση < αρχαία ελληνική παῦσις < παύω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpaf.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παύ‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
παύση θηλυκό
- η διακοπή, το σταμάτημα μιας ενέργειας
- (ειδικότερα) η διακοπή της ομιλίας
- (μουσική) φθογγόσημο που δηλώνει ότι για ορισμένο χρόνο δεν ακούγεται καμία νότα
- (παρωχημένο) παύσεις: οι σχολικές διακοπές
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη παύω