keyboardist
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
(μουσική)
ενικός αριθμός: keyboardist (en)
πληθυντικός αριθμός: keyboardists (en)
- ο αρμονιστής, η αρμονίστρια
- ο πληκτράς, η πληκτρού
- ο κιμπορντίστας, η κιμπορντίστρια
- ο κιμπορντάς, η κιμπορντού