Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ketçap < (άμεσο δάνειο) αγγλική ketchup[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /cɛtˈt͡ʃɑp/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ketçap - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν