kerna
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kerna | kernaj |
αιτιατική | kernan | kernajn |
kerna (eo)
- ĝi estas kerna ministerio - πρόκειται για βασικό υπουργείο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kerna | kernaj |
αιτιατική | kernan | kernajn |
kerna (eo)