Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βασικός η βασική το βασικό
      γενική του βασικού της βασικής του βασικού
    αιτιατική τον βασικό τη βασική το βασικό
     κλητική βασικέ βασική βασικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βασικοί οι βασικές τα βασικά
      γενική των βασικών των βασικών των βασικών
    αιτιατική τους βασικούς τις βασικές τα βασικά
     κλητική βασικοί βασικές βασικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βασικός < βάση

  Επίθετο επεξεργασία

βασικός, -ή, -ό

  1. θεμέλιος, πρωταρχικός
    η βασική ιδέα είναι...
  2. (χημεία) σχετικός με μία βάση, που έχει χαρακτηριστικά μιας βάσης
    ένα βασικό διάλυμα
  3. στοιχειώδης
    βλέπε και το ουσιαστικό βασικά

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία