Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
jury juries

  Ουσιαστικό επεξεργασία

jury (en)

  1. (νομικός όρος) το σώμα των ενόρκων
  2. οι κριτές σε έναν διαγωνισμό

Συγγενικά επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

jury (fr)

  1. το σώμα των ενόρκων