Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

juror (en)

  1. o ένορκος, το μέλος ενός σώματος ενόρκων
  2. o κριτής, πχ σε ένα διαγωνισμό

Συγγενικά επεξεργασία