Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

jouissif < → δείτε τις λέξεις jouir και -if

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʒwi.sif/

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό jouissif jouissifs
θηλυκό jouissive jouissives

jouissif (fr)