inventeur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inventeur | inventeurs |
θηλυκό | inventrice | inventrices |
inventeur (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inventeur | inventeurs |
θηλυκό | inventrice | inventrices |
inventeur (fr) αρσενικό