Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

insolide < in- + solide

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
insolide insolides

insolide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ασταθής
  2. μη ανθεκτικός