insanité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ̃.sa.ni.te/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
insanité | insanités |
insanité (fr) θηλυκό
- η τρέλα, η παραφροσύνη
- λόγος ή πράξη χωρίς νόημα, χαζομάρα
ενικός | πληθυντικός |
insanité | insanités |
insanité (fr) θηλυκό