Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

infrangible < in- + frangible

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
infrangible infrangibles

infrangible (fr) αρσενικό ή θηλυκό