άθραυστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- άθραυστος < αρχαία ελληνική ἄθραυστος < ἀ- στερητικό + θραύω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο επεξεργασία
άθραυστος, -η, -ο
- που δεν σπάει
- άθραυστο γυαλί
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
άθραυστος