inféodé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inféodé | inféodés |
θηλυκό | inféodée | inféodées |
inféodé (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inféodé | inféodés |
θηλυκό | inféodée | inféodées |
inféodé (fr) αρσενικό