Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
impudicité impudicités

  Ουσιαστικό επεξεργασία

impudicité (fr) θηλυκό (λόγιο)

  1. η τάση να φέρεται κάποιος με αναίδεια
     συνώνυμα: dévergondage, impudeur, indécence, obscénité
  2. η αδιαντροπιά
  3. αναιδής λόγος ή πράξη

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη pudeur