improvisé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | improvisé | improvisés |
θηλυκό | improvisée | improvisées |
Επίθετο επεξεργασία
improvisé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | improvisé | improvisés |
θηλυκό | improvisée | improvisées |
improvisé (fr)