immaculé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | immaculé | immaculés |
θηλυκό | immaculée | immaculées |
immaculé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | immaculé | immaculés |
θηλυκό | immaculée | immaculées |
immaculé (fr)