Δείτε επίσης: ID, id.

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

id (en)

  Συντομομορφή επεξεργασία

id (en) και id. συντομογραφία

  • συντομογραφία για το idem, ό.π.: σε υποσημειώσεις χρησιμοποιείται ως βιβλιογραφική αναφορά σε τίτλο που προαναφέρθηκε

Συνώνυμα επεξεργασία



Λατινικά (la) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος αντωνυμίας επεξεργασία

id

Κλίση επεξεργασία

Οριστική Αντωνυμία
ενικός
πτώση αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική is ea id
γενική eius eius eius
δοτική ei ei ei
αιτιατική eum eam id
κλητική - - -
αφαιρετική eo ea eo
πτώση πληθυντικός
ονομαστική ei/ii/i eae ea
γενική eorum earum eorum
δοτική eis/iis eis/iis eis/iis
αιτιατική eos eas ea
κλητική - - -
αφαιρετική eis/iis eis/iis eis/iis
(Οριστικές Αντωνυμίες)